-
1 κηπεύω
κηπεύω, im Garten Bäume ziehen, Philostr.; pass., Theophr.; τὰ κηπευόμενα, Gartengewächse, Arist. gen. an. 3, 5. – Adj. verb. κηπευτός, im Garten gebau't, Diosc. – Uebertr., pflegen; βόστρυχον Eur. Troad. 1175; αἰδὼς ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις Hipp. 78; Eubul. bei Ath. XIII, 568 e.
-
2 κηπεύω
κηπεύω, im Garten Bäume ziehen; τὰ κηπευόμενα, Gartengewächse; κηπευτός, im Garten gebaut. Übertr., pflegen
См. также в других словарях:
κηπευόμενα — κηπεύω rear in a garden pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπεύω — (ΑΜ κηπεύω) [κήπος] καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ ἐκήπευσ ἡ τεκοῡσα βόστρυχον φιλήμασίν τ ἔδωκεν», Ευρ.) 2 … Dictionary of Greek